- τραπεζιτεία
- τρᾰπεζῑτ-εία, ἡ,A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 ([place name] Lampsacus);
τ. δημοσία POxy.1415.26
(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τ. δημοσία POxy.1415.26
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραπεζιτεία — ἡ, Α [τραπεζιτεύω] το επάγγελμα και το έργο τού τραπεζίτη … Dictionary of Greek